αποστοργος

αποστοργος
    ἀπόστοργος
    2
    Plut. = ἄστοργος См. αστοργος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αποστοργος" в других словарях:

  • απόστοργος — ἀπόστοργος, ον (Α) [στοργή] ο άστοργος …   Dictionary of Greek

  • ἀπόστοργος — devoid of affection masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστόργως — ἀπόστοργος devoid of affection adverbial ἀπόστοργος devoid of affection masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόστοργον — ἀπόστοργος devoid of affection masc/fem acc sg ἀπόστοργος devoid of affection neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόστοργα — ἀπόστοργος devoid of affection neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»